διατυμπάνιση

διατυμπάνιση
vurgulama, tekrar tekrar söyleme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διατυμπάνιση — η και ισμός, ο [διατυμπανίζω] διαλάληση, ευρεία και θορυβώδης διάδοση …   Dictionary of Greek

  • διατυμπάνιση — η η διάδοση, η προκλητική κοινοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουδούνισμα — το, ατος 1. το χτύπημα του κουδουνιού. 2. διατυμπάνιση, ντελάλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”